- διαμορφωτικός
- -ή, -ό (Α διαμορφωτικός, -ή, -όν)1. σχετικός με τη διαμόρφωση2. ικανός να διαμορφώνει ή να διαπλάθει.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διαμορφωτικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που έχει την ιδιότητα και την ικανότητα να διαμορφώνει, να διαπλάθει: Οι γονείς επιδρούν διαμορφωτικά στον παιδικό χαρακτήρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαμορφωτικῆς — διαμορφωτικός formative fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διατυπωτικός — διατυπωτικός, ή, όν (AM) 1. περιγραφικός, παραστατικός 2. αυτός που μπορεί να διαμορφώνει, διαμορφωτικός («διατυπωτικὸν φύσει καὶ αὐτὸν ὄντα τῆς ἐν τῇ ὕλῃ ἀμορφίας») μσν. ασαφὴς … Dictionary of Greek